- ποτιστάζω
- ποτιστάζω, [dialect] Dor. for προσστάζω, Pi.O.6.76, P.4.137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτιστάζω — Α (δωρ. τ.) προσστάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + στάζω] … Dictionary of Greek
ποτιστάξῃ — ποτιστάζω aor subj mid 2nd sg ποτιστάζω aor subj act 3rd sg ποτιστάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιστάζων — ποτιστάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσστάζω — και δωρ. τ. ποτιστάζω Α στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη … Dictionary of Greek